σημαιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σημαιολογία | οι | σημαιολογίες |
γενική | της | σημαιολογίας | των | σημαιολογιών |
αιτιατική | τη | σημαιολογία | τις | σημαιολογίες |
κλητική | σημαιολογία | σημαιολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σημαιολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασημαιολογία θηλυκό
- η μελέτη των σημαιών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σημαιολογία