Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεξιλολογία οι βεξιλολογίες
      γενική της βεξιλολογίας των βεξιλολογιών
    αιτιατική τη βεξιλολογία τις βεξιλολογίες
     κλητική βεξιλολογία βεξιλολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεξιλολογία < μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού vexillology • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεξιλολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία