σεφταλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σεφταλιά | οι | σεφταλιές |
γενική | της | σεφταλιάς | των | σεφταλιών |
αιτιατική | τη | σεφταλιά | τις | σεφταλιές |
κλητική | σεφταλιά | σεφταλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σεφταλιά < σκεπταλιά < σκεπή (μπόλια αρνιού) η προφορά του "π" ως "φ" διατηρήθηκε
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεφταλιά θηλυκό αλλά και ουδέτερο: το σεφταλί, τα σεφταλιά (μάλλον ορθότερο).
- (κυπριακά) παραδοσιακό κυπριακό φαγητό με βάση κιμά και καρυκεύματα, τυλιγμένο σε αρνίσια μπόλια