σεντράρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /senˈdɾa.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ντρά‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεντράρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σεντράρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεντράρισμα
|