σελίδωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σελίδωση | οι | σελιδώσεις |
γενική | της | σελίδωσης* | των | σελιδώσεων |
αιτιατική | τη | σελίδωση | τις | σελιδώσεις |
κλητική | σελίδωση | σελιδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σελιδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σελίδωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σελιδώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σελίδωση
|