σβωλιαστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σβωλιαστός (el), -ή, -ό
- που έχει σβωλιάσει, που πήρε σφαιρικό σχήμα ενώ αρχικά είχε άλλο
- (πχ. χαλίκι που λειάνθηκε σε ποταμό, στρόγγυλο τυράκι-κεφαλάκι-μπαλάκι Τήνου που προέρχεται από πλάσιμο-ζύμωμα του τυριού "πετρώματος" με προσθήκη μυρωδικών και αλατιού)
- που έχει πήξει και συσσωματωθεί σε κόμπους κατακερματισμένα σε μη συμπαγή-μη ενιαία δομή