Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σβωλιαστός η σβωλιαστή το σβωλιαστό
      γενική του σβωλιαστού της σβωλιαστής του σβωλιαστού
    αιτιατική τον σβωλιαστό τη σβωλιαστή το σβωλιαστό
     κλητική σβωλιαστέ σβωλιαστή σβωλιαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σβωλιαστοί οι σβωλιαστές τα σβωλιαστά
      γενική των σβωλιαστών των σβωλιαστών των σβωλιαστών
    αιτιατική τους σβωλιαστούς τις σβωλιαστές τα σβωλιαστά
     κλητική σβωλιαστοί σβωλιαστές σβωλιαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

σβωλιαστός (el), -ή, -ό

  1. που έχει σβωλιάσει, που πήρε σφαιρικό σχήμα ενώ αρχικά είχε άλλο
    (πχ. χαλίκι που λειάνθηκε σε ποταμό, στρόγγυλο τυράκι-κεφαλάκι-μπαλάκι Τήνου που προέρχεται από πλάσιμο-ζύμωμα του τυριού "πετρώματος" με προσθήκη μυρωδικών και αλατιού)
  2. που έχει πήξει και συσσωματωθεί σε κόμπους κατακερματισμένα σε μη συμπαγή-μη ενιαία δομή