Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαρκωματώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σαρκωματώδ
ης
η
σαρκωματώδ
ης
το
σαρκωματώδ
ες
γενική
του
σαρκωματώδ
ους
της
σαρκωματώδ
ους
του
σαρκωματώδ
ους
αιτιατική
τον
σαρκωματώδ
η
τη
σαρκωματώδ
η
το
σαρκωματώδ
ες
κλητική
σαρκωματώδ
η
(
ς
)
σαρκωματώδ
ης
σαρκωματώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σαρκωματώδ
εις
οι
σαρκωματώδ
εις
τα
σαρκωματώδ
η
γενική
των
σαρκωματωδ
ών
των
σαρκωματωδ
ών
των
σαρκωματωδ
ών
αιτιατική
τους
σαρκωματώδ
εις
τις
σαρκωματώδ
εις
τα
σαρκωματώδ
η
κλητική
σαρκωματώδ
εις
σαρκωματώδ
εις
σαρκωματώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαρκωματώδης
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σαρκωματώδης
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαρκωματώδης