σαρδελοβάρελο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saɾ.ðe.loˈva.ɾe.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαρ‐δε‐λο‐βά‐ρε‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαρδελοβάρελο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κρασοβάρελο
- νεροβάρελο
- → και δείτε τις λέξεις σαρδέλα και βαρέλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρδελοβάρελο
|