Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρασοβάρελο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κρασοβάρελ
ο
τα
κρασοβάρελ
α
γενική
του
κρασοβάρελ
ου
των
κρασοβάρελ
ων
αιτιατική
το
κρασοβάρελ
ο
τα
κρασοβάρελ
α
κλητική
κρασοβάρελ
ο
κρασοβάρελ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρασοβάρελο
<
κρασ(ί)
+
-ο-
+
βαρέλ(ι)
+
-ο
Κρασοβάρελα
σε κελάρι.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρασοβάρελο
ουδέτερο
βαρέλι
για μεταφορά ή φύλαξη
κρασιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρασοβάρελο