σαραζανέτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαραζανέτι | τα | σαραζανέτια |
γενική | του | σαραζανετιού | των | σαραζανετιών |
αιτιατική | το | σαραζανέτι | τα | σαραζανέτια |
κλητική | σαραζανέτι | σαραζανέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαραζανέτι ουδέτερο
- (τεχνολογία, αρχιτεκτονική) κατασκευή με συρματόπλεγμα και συρματοκιβώτια με πέτρες που συγκρατούν τα πρανή, αποτρέποντας ή εμποδίζοντας τις κατολισθήσεις, τις πλημμύρες κ.λπ.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαραζανέτι
→ δείτε τη λέξη συρματοκιβώτιο |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Από σχετική πατέντα τού Ιταλού Giulio Serra Zanetti στις 14 Αυγούστου 1897.