Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρία οι σαρίες
      γενική της σαρίας των σαριών
    αιτιατική τη σαρία τις σαρίες
     κλητική σαρία σαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρία < αραβική الـشَّـرِيعَـة (šarīʿa: δρόμος, πορεία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρία θηλυκό ή άκλιτο

  • (ισλαμισμός) ο ισλαμικός θρησκευτικός κώδικας διαβίωσης, εμπνευσμένος από το Κοράνιο. Χρησιμοποιείται ως αναφορά στο ισλαμικό δίκαιο, αλλά και τον ισλαμικό τρόπο ζωής γενικότερα.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία