Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαπιολέμονο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σαπιολέμον
ο
τα
σαπιολέμον
α
γενική
του
σαπιολέμον
ου
των
σαπιολέμον
ων
αιτιατική
το
σαπιολέμον
ο
τα
σαπιολέμον
α
κλητική
σαπιολέμον
ο
σαπιολέμον
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαπιολέμονο
<
σάπιος
+
-ο-
+
λεμόνι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαπιολέμονο
ουδέτερο
λεμόνι
που έχει
σαπίσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαπιολέμονο