↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σανταλόξυλο τα σανταλόξυλα
      γενική του σανταλόξυλου των σανταλόξυλων
    αιτιατική το σανταλόξυλο τα σανταλόξυλα
     κλητική σανταλόξυλο σανταλόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σανταλόξυλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σανταλόξυλο ουδέτερο

  1. δέντρο της Ασίας και της Ωκεανίας του γένους Santalum
  2. το αρωματικό ξύλο ενός τέτοιου δέντρου
    Aγοράζουν φωτιά από ένα σπίτι που έχει έναν τίγρη στη σκεπή του - ναι, βέβαια, έναν τίγρη - άγαλμα, με χρώματα Tεχνικολόρ, τι νόμιζες, δηλαδή; - και τη φέρνουν μέσα σε κουτάκι για να κάψουν τους αγαπημένους τους νεκρούς. Οι νεκρικές πυρές είναι από σανταλόξυλο. Οι φωτογραφίες δεν επιτρέπονται. (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, on-line, Τέχνες, 15 Νοεμβρίου 1998)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία