σανταλόξυλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σανταλόξυλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασανταλόξυλο ουδέτερο
- δέντρο της Ασίας και της Ωκεανίας του γένους Santalum
- το αρωματικό ξύλο ενός τέτοιου δέντρου
- Aγοράζουν φωτιά από ένα σπίτι που έχει έναν τίγρη στη σκεπή του - ναι, βέβαια, έναν τίγρη - άγαλμα, με χρώματα Tεχνικολόρ, τι νόμιζες, δηλαδή; - και τη φέρνουν μέσα σε κουτάκι για να κάψουν τους αγαπημένους τους νεκρούς. Οι νεκρικές πυρές είναι από σανταλόξυλο. Οι φωτογραφίες δεν επιτρέπονται. (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, on-line, Τέχνες, 15 Νοεμβρίου 1998)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σανταλόξυλο