• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σαμαρωτός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαμαρωτός η σαμαρωτή το σαμαρωτό
      γενική του σαμαρωτού της σαμαρωτής του σαμαρωτού
    αιτιατική τον σαμαρωτό τη σαμαρωτή το σαμαρωτό
     κλητική σαμαρωτέ σαμαρωτή σαμαρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαμαρωτοί οι σαμαρωτές τα σαμαρωτά
      γενική των σαμαρωτών των σαμαρωτών των σαμαρωτών
    αιτιατική τους σαμαρωτούς τις σαμαρωτές τα σαμαρωτά
     κλητική σαμαρωτοί σαμαρωτές σαμαρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σαμαρωτός < → λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

επεξεργασία

σαμαρωτός, -ή, -ό

  • που μοιάζει με σαμάρι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σαμαρωτός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σαμαρωτός&oldid=5099013"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Μαΐου 2021, στις 05:34

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Μαΐου 2021, στις 05:34.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας