σαλπιγγογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλπιγγογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική salpingography· σάλπιγγα + -γραφία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλπιγγογραφία θηλυκό
- (ιατρική) απεικόνιση των σαλπίγγων με ακτινογραφία και σκιαγραφικό υγρό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαλπιγγογραφία