σαλαφιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλαφιστής < αγγλική Salafist < Salafism (σαλαφισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλαφιστής αρσενικό (θηλυκό: σαλαφίστρια)
- (νεολογισμός) υπερσυντηρητικός σουνίτης μουσουλμάνος
- Οι σαλαφιστές -υπερσυντηρητικοί σουνίτες μουσουλμάνοι- παίρνουν θέση για την επόμενη ημέρα στη Μέση Ανατολή, την οποία θέλουν να διαμορφώσουν σύμφωνα με τις θρησκευτικές παραδόσεις του 7ου αιώνα. Το όνομά τους προέρχεται από το «σαλάφ», που σημαίνει «πρόγονος»... (*)