σαλατικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαλατικό | τα | σαλατικά |
γενική | του | σαλατικού | των | σαλατικών |
αιτιατική | το | σαλατικό | τα | σαλατικά |
κλητική | σαλατικό | σαλατικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλατικό < σαλάτα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλατικό ουδέτερο