ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σακκίδιον τὰ σακκίδι
      γενική τοῦ σακκιδίου τῶν σακκιδίων
      δοτική τῷ σακκιδί τοῖς σακκιδίοις
    αιτιατική τὸ σακκίδιον τὰ σακκίδι
     κλητική ! σακκίδιον σακκίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σακκιδίω
γεν-δοτ τοῖν  σακκιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακκίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σάκκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακκίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)