σακκίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σακκίδιον | τὰ | σακκίδιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σακκιδίου | τῶν | σακκιδίων | ||||
δοτική | τῷ | σακκιδίῳ | τοῖς | σακκιδίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σακκίδιον | τὰ | σακκίδιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σακκίδιον | σακκίδιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σακκιδίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σακκιδίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σακκίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σάκκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασακκίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (υποκοριστικό) σακίδιο, μικρός σάκος
Πηγές
επεξεργασία- σακκίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.