σακαράκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σακαράκας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.kaˈɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐κα‐ρά‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασίασακαράκας αρσενικό
- (ειρωνικό) ο στρατιωτικός που συμπεριφέρεται γελοία και χυδαία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σακαράκας
|