σαγμάριον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σαγμάριον | τὰ | σαγμάριᾰ |
γενική | τοῦ | σαγμαρίου | τῶν | σαγμαρίων |
δοτική | τῷ | σαγμαρίῳ | τοῖς | σαγμαρίοις |
αιτιατική | τὸ | σαγμάριον | τὰ | σαγμάριᾰ |
κλητική ὦ! | σαγμάριον | σαγμάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαγμαρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σαγμαρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαγμάριον < υποκοριστικό της αρχαία ελληνική σάγμα < σάττω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαγμάριον ουδέτερο