Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαββατικός η σαββατική το σαββατικό
      γενική του σαββατικού της σαββατικής του σαββατικού
    αιτιατική τον σαββατικό τη σαββατική το σαββατικό
     κλητική σαββατικέ σαββατική σαββατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαββατικοί οι σαββατικές τα σαββατικά
      γενική των σαββατικών των σαββατικών των σαββατικών
    αιτιατική τους σαββατικούς τις σαββατικές τα σαββατικά
     κλητική σαββατικοί σαββατικές σαββατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαββατικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σαββατικός

  • ο ανήκων (αυτός που ανήκει) στο Σάββατο[1]
  • o ανήκων (αυτός που ανήκει) ή ο αρμόζων (αυτός που αρμόζει) στο Σάββατο[2]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
  2. Σταματάκος, Ιωάννης (1971). Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. 3 τόμοι (1η έκδοση). Αθήνα.