σαββατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαββατικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασαββατικός
- ο ανήκων (αυτός που ανήκει) στο Σάββατο[1]
- o ανήκων (αυτός που ανήκει) ή ο αρμόζων (αυτός που αρμόζει) στο Σάββατο[2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαββατικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- ↑ Σταματάκος, Ιωάννης (1971). Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. 3 τόμοι (1η έκδοση). Αθήνα.