Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σίραιον τὰ σίραι
      γενική τοῦ σιραίου τῶν σιραίων
      δοτική τῷ σιραί τοῖς σιραίοις
    αιτιατική τὸ σίραιον τὰ σίραι
     κλητική ! σίραιον σίραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιραίω
γεν-δοτ τοῖν  σιραίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίραιον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίραιον ουδέτερο

  • μούστος, πετιμέζι
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 3.2 @scaife.perseus
    καὶ μέντοι καὶ τὸ καλούμενον ἕψημα καὶ σίραιον ἐκ τοῦ γλεύκους ἑψομένου γιγνόμενον, ὅσῳ γλυκύτερον ἀποτελεῖται τοῦ οἴνου, τοσούτῳ καὶ μελάντερον τῇ χρόᾳ καὶ παχύτερον τῇ συστάσει φαίνεται.

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία