σίραιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σίραιον | τὰ | σίραιᾰ |
γενική | τοῦ | σιραίου | τῶν | σιραίων |
δοτική | τῷ | σιραίῳ | τοῖς | σιραίοις |
αιτιατική | τὸ | σίραιον | τὰ | σίραιᾰ |
κλητική ὦ! | σίραιον | σίραιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιραίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σιραίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σίραιον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίραιον ουδέτερο
- μούστος, πετιμέζι
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 3.2 @scaife.perseus
- καὶ μέντοι καὶ τὸ καλούμενον ἕψημα καὶ σίραιον ἐκ τοῦ γλεύκους ἑψομένου γιγνόμενον, ὅσῳ γλυκύτερον ἀποτελεῖται τοῦ οἴνου, τοσούτῳ καὶ μελάντερον τῇ χρόᾳ καὶ παχύτερον τῇ συστάσει φαίνεται.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 3.2 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σίραιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σίραιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.