↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάχλα οι σάχλες
      γενική της σάχλας
    αιτιατική τη σάχλα τις σάχλες
     κλητική σάχλα σάχλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάχλα < σαχλός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάχλα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία