σαχλίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαχλίτσα | οι | σαχλίτσες |
γενική | της | σαχλίτσας | — | |
αιτιατική | τη | σαχλίτσα | τις | σαχλίτσες |
κλητική | σαχλίτσα | σαχλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαχλίτσα < σάχλα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαχλίτσα θηλυκό
- μικρή σάχλα, σαχλαμαρίτσα
- (μεταφορικά), (κυρίως στον πληθυντικό) λόγια ή πράξεις με παιχνιδιάρικη διάθεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαχλίτσα
|