Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαχλίτσα οι σαχλίτσες
      γενική της σαχλίτσας
    αιτιατική τη σαχλίτσα τις σαχλίτσες
     κλητική σαχλίτσα σαχλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαχλίτσα < σάχλα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαχλίτσα θηλυκό

  1. μικρή σάχλα, σαχλαμαρίτσα
  2. (μεταφορικά), (κυρίως στον πληθυντικό) λόγια ή πράξεις με παιχνιδιάρικη διάθεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία