ρόιδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρόιδο | τα | ρόιδα |
γενική | του | ρόιδου | των | ρόιδων |
αιτιατική | το | ρόιδο | τα | ρόιδα |
κλητική | ρόιδο | ρόιδα | ||
Με συνίζηση στην παραλήγουσα: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρόιδο < ρόιδι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾoi̯.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρόι‐δο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρόιδο ουδέτερο
- το ρόδι
Εκφράσεις επεξεργασία
- τα κάνω ρόιδο: τα θαλασσώνω, τα κάνω άνω κάτω (από το έθιμο να πετάνε ρόδι την Πρωτοχρονιά για να σκορπιστούν οι κόκκοι και όσοι είναι αυτοί, να είναι οι ευτυχισμένες στιγμές της χρονιάς, ή σε άλλες περιοχές έθιμο γάμο, όπου η νύφη σκάει με δύναμη ένα ρόδι και μετά πατάει τους κόκκους του)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρόιδο
→ δείτε τη λέξη ρόδι |