ρωπογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρωπογραφία < αρχαία ελληνική ῥῶπος + -γραφία (ῥῶπος=μικρής αξίας, ασήμαντο), όρος από τα τέλη του 18ου αιώνα (στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει με τον γαλλικό όρο scène de genre τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Ντιντερό τον 18ο αιώνα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρωπογραφία θηλυκό
- (τέχνη) η αναπαράσταση σκηνών της καθημερινότητας με ρεαλιστικό τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρωπογραφία