Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ρωπογράφος οι ρωπογράφοι
      γενική του/της ρωπογράφου των ρωπογράφων
    αιτιατική τον/τη ρωπογράφο τους/τις ρωπογράφους
     κλητική ρωπογράφε ρωπογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρωπογράφος < ρωπογραφία / ῥῶπος + -γράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρωπογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που ζωγραφίζει (ή παράγει άλλου είδους αναπαράσταση) καθημερινών σκηνών με ρεαλιστικό τρόπο, που παράγει ρωπογραφίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία