Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥῶπος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥῶπος αρσενικό

  1. μικροεμπορεύματα χαμηλής αξίας
  2. μείγμα χρώματος

Σύνθετα επεξεργασία

ῥοπογραφία

  Πηγές επεξεργασία