ροδωνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ροδωνιά | οι | ροδωνιές |
γενική | της | ροδωνιάς | των | ροδωνιών |
αιτιατική | τη | ροδωνιά | τις | ροδωνιές |
κλητική | ροδωνιά | ροδωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ροδωνιά < αρχαία ελληνική ῥοδωνιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈɲα/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δω‐νιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαροδωνιά θηλυκό
- η τριανταφυλλιά
- μέρος όπου υπάρχουν πολλά τριαντάφυλλα, ο ροδώνας
Συγγενικά
επεξεργασία- Ροδωνιά (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία η τριανταφυλλιά
→ δείτε τη λέξη τριανταφυλλιά |
ο ροδώνας
→ δείτε τη λέξη ροδώνας |
Πηγές
επεξεργασία- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.