↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρικνός η ρικνή το ρικνό
      γενική του ρικνού της ρικνής του ρικνού
    αιτιατική τον ρικνό τη ρικνή το ρικνό
     κλητική ρικνέ ρικνή ρικνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρικνοί οι ρικνές τα ρικνά
      γενική των ρικνών των ρικνών των ρικνών
    αιτιατική τους ρικνούς τις ρικνές τα ρικνά
     κλητική ρικνοί ρικνές ρικνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρικνός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ρικνός

  • εκείνος που έχει ζαρώσει, που είναι γεμάτος ρυτίδες
    ※  Ο κουμπάρος του έσυρεν εκ του θυλακίου του και του ενεχείρισε ρικνόν και ερρυπωμένον φύλλον της «Παλιγγενεσίας», προς το οποίον ο δήμαρχος έρριψεν απλήστως το βλέμμα […] (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία