ριζολογιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ριζολογιά | οι | ριζολογιές |
γενική | της | ριζολογιάς | των | ριζολογιών |
αιτιατική | τη | ριζολογιά | τις | ριζολογιές |
κλητική | ριζολογιά | ριζολογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαριζολογιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ριζολογώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ριζολογιά
|