Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ριβόσωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ριβόσωμα
τα
ριβοσώμα
τ
α
γενική
του
ριβοσώμα
τ
ος
των
ριβοσωμά
τ
ων
αιτιατική
το
ριβόσωμα
τα
ριβοσώμα
τ
α
κλητική
ριβόσωμα
ριβοσώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ριβόσωμα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ριβόσωμα
ουδέτερο
μικρή, δομική μονάδα του
κυττάρου
υπεύθυνη για τη δημιουργία των
πρωτεϊνών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ριβόσωμα
αγγλικά
:
ribosome
(en)
γαλλικά
:
ribosome
(fr)
ιταλικά
:
ribosoma
(it)
πολωνικά
:
rybosom
(pl)
τουρκικά
:
ribozom
(tr)