ρακοπωλείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρακοπωλείο ουδέτερο
- κατάστημα που πουλά ή σερβίρει ρακή ή άλλα παρόμοια οινοπνευματώδη
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρακοπωλείο
|