ραδιοσταθμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαραδιοσταθμός αρσενικό
- ο οργανισμός με το σύνολο των εγκαταστάσεών του που εκπέμπει ραδιοφωνικές εκπομπές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραδιοσταθμός