ραδιογενετική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραδιογενετική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική radiogenetics < λατινική radius + αρχαία ελληνική γενετικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραδιογενετική θηλυκό
- (επιστημονικός όρος, βιολογία) η μελέτη των γενετικών επιδράσεων της ακτινοβολίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραδιογενετική