ραβιόλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ραβιόλια | ||
γενική | των | ραβιολιών | ||
αιτιατική | τα | ραβιόλια | ||
κλητική | ραβιόλια | |||
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραβιόλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική ravioli[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾaˈvʝo.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐βιό‐λια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραβιόλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γαστρονομία) είδος γεμιστού ζυμαρικού από ανοιγμένη ζύμη σε φύλλο, κομμένη σε λωρίδες και τυλιγμένη στη συνέχεια σε μικρές σακουλίτσες συνηθέστερα τετράγωνες με γέμιση κρέατος ή άλλου υλικού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραβιόλια
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ραβιόλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας