Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Δύο πόιντερ στο δάσος.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόιντερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική pointer[1] [2] < μέση αγγλική poynt < point + -er < παλαιά γαλλική point < λατινική pūnctum, ουδέτερο του punctus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος pungo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pewǵ-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόιντερ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πόιντερΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πόιντερ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας