Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
braque braques

braque (fr) αρσενικό

  1. είδος κυνηγετικού σκύλου με κοντό τρίχωμα και κρεμαστά αυτιά

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
braque braques

braque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (οικείο) τρελάρας