πυροφύλαξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυροφύλαξη | οι | πυροφυλάξεις |
γενική | της | πυροφύλαξης | των | πυροφυλάξεων |
αιτιατική | την | πυροφύλαξη | τις | πυροφυλάξεις |
κλητική | πυροφύλαξη | πυροφυλάξεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾoˈfi.la.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐φύ‐λα‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυροφύλαξη θηλυκό
- (νεολογισμός) τα μέτρα προστασίας για την προφύλαξη από την εκδήλωση πυρκαγιάς
- ※ Πυροφύλαξη στο Δάσος Συγγρού το… φθινόπωρο (Ιωάννα Φωτιάδη, *, Η Καθημερινή, 24 Ιουλίου 2009)
Συγγενικά
επεξεργασία- πυροφύλακας
- πυροφυλάκιο
- → δείτε και τις λέξεις πυρ και φυλάγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυροφύλαξη
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr