Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυροφύλαξη οι πυροφυλάξεις
      γενική της πυροφύλαξης των πυροφυλάξεων
    αιτιατική την πυροφύλαξη τις πυροφυλάξεις
     κλητική πυροφύλαξη πυροφυλάξεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροφύλαξη < πυρο- + φύλαξη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.ɾoˈfi.la.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρο‐φύ‐λα‐ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυροφύλαξη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr