πυρονίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρονίνη < πυρ (πυρός) + -ίνη, (αντιδάνειο) αγγλική pyronine
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυρονίνη, θηλυκό, απαντάται συνηθέστερα στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρονίνη
|
πυρονίνη, θηλυκό, απαντάται συνηθέστερα στον πληθυντικό
|