πυριτοδόκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυριτοδόκη < πυρίτ(ιδα) + -ο- + -δόκη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυριτοδόκη θηλυκό
- (παρωχημένο) δοχείο ασφαλούς αποθήκευσης πυρίτιδας στα παλαιότερα πλοία τα οποία είχαν κανόνια / πυροβόλα που χρησιμοποιούσαν πυρίτιδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυριτοδόκη
|