πυκνοκατοίκητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυκνοκατοίκητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πυκνοκατοίκητος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη πυκνότητα κατοίκων
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυκνοκατοίκητος
|
πυκνοκατοίκητος, -η, -ο
|