↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυελοσκόπηση οι πυελοσκοπήσεις
      γενική της πυελοσκόπησης των πυελοσκοπήσεων
    αιτιατική την πυελοσκόπηση τις πυελοσκοπήσεις
     κλητική πυελοσκόπηση πυελοσκοπήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυελοσκόπηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyeloscopy + -ηση < αρχαία ελληνική πῠ́ελος / πύᾰλος + σκοπέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυελοσκόπηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία