Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτυχιακή οι πτυχιακές
      γενική της πτυχιακής των πτυχιακών
    αιτιατική την πτυχιακή τις πτυχιακές
     κλητική πτυχιακή πτυχιακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτυχιακή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πτυχιακός

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πτυχιακή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πτυχιακή

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία