Δείτε επίσης: Πρῳρεύς, Πρωρεύς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πρῳρευ-
ονομαστική πρῳρεύς οἱ πρῳρεῖς - πρῳρῆς*
      γενική τοῦ πρῳρέως τῶν πρῳρέων
      δοτική τῷ πρῳρεῖ τοῖς πρῳρεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πρῳρέ τοὺς πρῳρέᾱς
     κλητική ! πρῳρεῦ πρῳρεῖς - πρῳρῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρῳρ1 ή πρῳρεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  πρῳρέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρῳρεύς < πρῴρ(η) (πρώρα) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρῳρεύς αρσενικό