πρόρρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόρρηση | οι | προρρήσεις |
γενική | της | πρόρρησης* | των | προρρήσεων |
αιτιατική | την | πρόρρηση | τις | προρρήσεις |
κλητική | πρόρρηση | προρρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προρρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρόρρηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρόρρηση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πρόρρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας