Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτοευαγγέλιο τα πρωτοευαγγέλια
      γενική του πρωτοευαγγελίου
πρωτοευαγγέλιου
των πρωτοευαγγελίων
    αιτιατική το πρωτοευαγγέλιο τα πρωτοευαγγέλια
     κλητική πρωτοευαγγέλιο πρωτοευαγγέλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοευαγγέλιο < πρωτο- + ευαγγέλιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοευαγγέλιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία