πρωταρχικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωταρχικότητα < πρωταρχικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωταρχικότητα θηλυκό
- (σπάνιο, λόγιο) η ιδιότητα του πρωταρχικού
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πρωταρχικός, πρώτος και αρχή
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωταρχικότητα
|