πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτέκδικος οι πρωτέκδικοι
      γενική του πρωτέκδικου
& πρωτεκδίκου
των πρωτέκδικων
& πρωτεκδίκων
    αιτιατική τον πρωτέκδικο τους πρωτέκδικους
& πρωτεκδίκους
     κλητική πρωτέκδικε πρωτέκδικοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτέκδικος αρσενικό

  1. (νομικός όρος) ο πρώτος δικαστής
  2. (νομικός όρος, θρησκεία) όπως μεσαιωνικά ελληνικά πρωτέκδικος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτέκδικος < (πρῶτος) πρωτ-+ ἔκδικος (<ἐκ + δίκη)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτέκδικος αρσενικό

  1. (νομικός όρος) ο πρώτος δικαστής
      ἕως καὶ ἐς πρωτεκδίκου φθάσας τιμήν (Γεώργιος Παχυμέρης 12421310, Ιστορία 4α.)
  2. (νομικός όρος, θρησκεία) ο πρώτος της εκκλησιαστικής αρχής των εκδίκων που φρόντιζαν για την εκτέλεση των ποινών των εκκλησιαστικών δικαστηρίων

Συγγενικά

επεξεργασία