πρωιμάδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωιμάδι | τα | πρωιμάδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πρωιμάδι | τα | πρωιμάδια |
κλητική | πρωιμάδι | πρωιμάδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.iˈma.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐ι‐μά‐δι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωιμάδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ο πρώιμος καρπός
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωιμάδι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πρωιμάδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας